Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Οι Νέοι...


Οι νέοι είναι η δροσιά της ζωής...και το μέλλον του κόσμου...
Είναι η ελπίδα και η ζωή...
Είναι η χαρά και η αισιοδοξία...
Είναι ο αγώνας και η προσπάθεια...
Οι νέοι δεν είναι πειραματόζωα για κατανάλωση...
Οι νέοι δεν είναι ανώνυμα όντα για εξαφανισμό...
Οι νέοι δεν είναι αυτοκόλλητα χαρτάκια για διαφήμιση...
Οι νέοι έχουν όνομα ...έχουν περιεχόμενο και αξία...
Οι νέοι κτίζουν το μέλλον...και είναι τα θεμέλια της κοινωνίας...
Οι νέοι αντιστέκονται απέναντι σε κάθε εξάρτηση ...και πρώτα από τα Ναρκωτικά...
Οι νέοι αντιστέκονται και γυρνούν την πλάτη απέναντι σ' αυτή την ανοησία...





Μια μικρή ιστορία για τα νιάτα...για τα ναρκωτικά...για τον Μίνω και την Ήρα...

Κάποτε ,σε μια μεγαλούπολη ήταν δύο νέοι άνθρωποι, ο Μίνως και η Ήρα. Ξἐρετε…εφηβεία, σχολείο, πανεπιστήμιο, δύο παιδιά, γιομάτα με τη θέρμη της νιότης, αυτήν την άνοιξη των πρώτων χρόνων και μιλούσαν…όλο έλεγαν για τα όνειρά τους ,κοιτάζοντας κατάματα τη ζωή…


Κι έγραφαν στην καρδιά τους τα ονόματα…Μίνως και Ήρα και γέλαγαν…και πετούσαν στα σύννεφα…και προχωρούσαν δίχως να σκέπτονται, δίχως να κρίνουν... και παραμέρισαν τις λεπτομέρειες κι έλεγαν : «νέοι είμαστε»…


Όμως, ξαφνικά, άρχισε να χάνεται το χρώμα της άνοιξης, καθώς στη ζωή τους προστέθηκαν κι άλλες γνώμες… κι ενώ έβλεπαν…δεν είπαν όχι, δεν αντιστάθηκαν…κι ήρθε η στιγμή, που άπλωσαν το χέρι και πήραν τα ναρκωτικά…και δοκίμασαν…κι άνοιξαν τις πόρτες της Ατλαντίδας…


Αυτό ήταν ! η πρώτη αρχή…η ώρα της σιωπής, η στιγμή που η νιότη έχασε τη φρεσκάδα της, τότε, που το πρόσχαρο γέλιο της Ήρας έγινε κλάμα, το πιο πονεμένο κλάμα του κόσμου…


Έτσι έλεγε κι έκλαιγε σιωπηλά ο Μίνως, ο καλός σύντροφος των παιδικών ονείρων της…κι έκρυβε κι αυτός τα πονεμένα, τ’ άφλεβα χέρια του, τα γιομάτα με τις πληγές του πάθους…


Και τα μάτια τους, αυτά τα μάτια της παιδικής τους αγάπης, έχασαν τη λάμψη της νιότης κι έγιναν μαύρες κηλίδες σε κέρινα πρόσωπα, γιομάτα θλίψη, γιομάτα απελπισία και απογοήτευση, στιγμές μοναξιάς…έτσι, όπως τους βλέπουμε τώρα, αγκαλιασμένους στα σκοτεινά…εκεί στην κρύα κάμαρα…να κλαίνε, Χριστέ μου !


Καλή σου νύχτα Ήρα…Καληνύχτα Μίνω…


Ο Θεός είναι Αγάπη...
Ο Θεός είναι το φως το αιώνιο ,που φωτίζει την πορεία μας σε τούτη τη γη...
Είναι το φως που παρηγορεί στη φυλακή...που διαλύει το σκοτάδι της απελπισίας...που δίνει απλόχερα την ελπίδα...
Είναι το φως , που δίνει χαρά στον φτωχό και τον άρρωστο...
Είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης που μέρα και νύχτα είναι κοντά μας...
Ο Θεός είναι το φως της Αγάπης που καθοδηγεί τη ζωή μας στη σωστή πορεία...
Ημέρα Εβδόμη – ο Θεός...

Κάθε μέρα που έρχεται είναι ένα μεγάλο δώρο του Θεού για μένα, γιατί η απεραντοσύνη της Αγάπης του με καλεί να έρθω κοντά του και να του προσφέρω από το υστέρημά μου τη δική μου μικρή αγάπη και την ταπείνωση, αρχίζοντας από τον πάσχοντα άνθρωπο, από τους δυστυχείς και ταλαίπωρους αδελφούς μου…και μου κτυπά την πόρτα της καρδιάς μου κάθε λεπτό και κάθε ώρα, μέχρι την τελευταία στιγμή και περιμένει…

Όταν κοιτάζεις τη θάλασσα νιώθεις την απεραντοσύνη και το μεγαλείο της… έτσι είναι κι ο Θεός απεραντοσύνη και μεγαλείο και βάθος μυστικό κι άπειρο…

Όμως ο Θεός είναι και γέλιο και κλάμα και δάκρυ της χαροκαμένης μάνας και το μικρό χαμόγελο του παιδιού της πείνας και των πολέμων…

Ο Θεός κάποτε πεινάει και διψάει…και κάποτε είναι στις φυλακές και στα νοσοκομεία…Ο Θεός κάποτε κρυώνει και μας ζητά στέγη και φιλοξενία… και κτυπά την πόρτα του σπιτιού μας για βοήθεια και έλεος και ευσπλαχνία…
Ελπίζουμε!

Όταν βλέπουμε να λάμπουν τα μάτια των παιδιών ελπίζουμε...

Κι όσο κι αν μας γονατίζουν τα προβλήματα,πάλι σηκωνόμαστε όρθιοι...

Και κάνουμε μια καινούργια αρχή...

Και πορευόμαστε δίχως να κοιτάξουμε πίσω...

Και γινόμαστε παιδιά ...μικρά παιδιά...κι ελπίζουμε...
Κι αν γονατίσω για λίγο...ξανασηκώνομαι κι ελπίζω...


Γλυκιά μου, μητέρα, ακούω πολλά κλάματα, πολλές φωνές,
εκεί, κάπου στο τέλος του διαδρόμου, στη γωνιά
και βλέπω, ναι μητέρα, βλέπω το όμορφο κορίτσι,
αυτή τη μικρή κοπελίτσα, ναι, τη βλέπω να κλαίει,
να χάνεται στην αγκαλιά του απελπισμένου νέου,
ενώνοντας μέσα απ’ τα δάκρυα, τη ζωή τους,
αυτή τη ζωή, που πριν από λίγο χάθηκε, έτσι,
έτσι, όπως το είπε η υπεύθυνη του νοσοκομείου,
μέσα απ΄ το γραφείο, εκεί στη γωνιά, στο τέλος του διαδρόμου,
με λίγες λέξεις, με τέσσερα φοβερά γράμματα, AIDS...

Ναι, καλή μου, μητέρα, AIDS, έτσι είπε, αυτό άκουσα
κι αμέσως η αγωνία κυρίεψε το είναι μου,
και γέμισαν με δάκρυα απελπισίας τα μάτια μου
κι η καρδιά μου, δεν άντεξε κι ήρθε κοντά τους
κι άφησα πίσω τα δικά μου προβλήματα,
κάθε δική μου αγωνία για τη ζωή μου,
αψηφώντας κινδύνους, μητέρα, όλους τους φόβους,
αυτούς, που η κοινωνία περίτεχνα, δημιουργεί
και τους αγκάλιασα, μητέρα, κι έκλαψα μαζί τους...
και σκούπισα τα δάκρυα απ’ τα μάτια τους
και τους μίλησα, όπως Eκείνος, μίλησε σε μένα
και τους έδωσα θάρρος, τους έδωσα ελπίδα, μητέρα!

Από το βιβλίο "Γράφοντας στη μητέρα του Γεωργίου Χριστ. Καραβιώτη
Στη μητέρα του κόσμου !


Γλυκιά μου, μητέρα, είσαι η μόνη ελπίδα μου,
το στήριγμα της ζωής μου, αυτό μου έμεινε
κι όταν σκύβω το κεφάλι και κλαίω,
νοιώθω τα όμορφα, τα πονεμένα μάτια σου,
να με κοιτούν με πίστη, να μου δίνουν θάρρος,
να με περιβάλλουν με στοργή και αγάπη,
την πιο όμορφη αγάπη του κόσμου,
αυτό το άρωμα της ζωής, τη δική σου θέρμη,
το πιο όμορφο άγγιγμα στην ψυχή μου, μητέρα!
Αφιερώνεται στη μητέρα του κόσμου...


Tα δάκρυα άρχισαν να κυλούν....

τότε, το πρώτο δάκρυ μίλησε και είπε:

«Φοβάμαι, μητέρα», κι η μητέρα ταράχτηκε...

Ύστερα, το δεύτερο δάκρυ ακολούθησε

κι η μητέρα ένοιωσε την παγωνιά του...

Kι όταν το τρίτο δάκρυ κύλησε ξανά,

μέσα από τα κατακόκκινα μάτια της,

η μητέρα ξύπνησε γιομάτη αγωνία και φώναξε:

Παιδί μου!!


Από το βιβλίο "Γράφοντας στη μητέρα" του Γεωργίου Χριστ. Καραβιώτη