Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Η σκληρότητα της 3ης χιλιετίας…

Αλήθεια πολύ με προβληματίζει το όλο θέμα …κι αναρωτιέμαι αν πράγματι έτσι είναι τα πράγματα…κι αρχίζουν να κυριαρχούν στο προσκήνιο μόνο τα «δικά μου» …και τα «δικά σου»…κι όποιος φάει τον άλλον…και το «εγώ» μου…κι η δική μου φιλοδοξία και επιβίωση…

Κι αυτό με φοβίζει, φίλοι μου, και με ανησυχεί ιδιαίτερα ,γιατί τη θέση της αγάπης καταλαμβάνει η σκληρότητα…και τότε σταματά να λειτουργεί καθετί το καλό και ευλογημένο…και η αισπλαχνία και η επιείκεια αρχίζουν να υποχωρούν και να χάνονται…

Η σκληρότητα, λοιπόν, με φοβίζει αυτό το τέρας που καιροφυλακτεί να καταλάβει την πρώτη θέση στην καινούργια χιλιετία…αυτή τη χιλιετία που όλος ο κόσμος πανηγύρισε τον ερχομό της…με φώτα και φανφάρες κι όχι με αγάπη και προσευχή…

Ανοίγω το αλφαβητάρι της 3ης χιλιετίας …κι αρχίζω να ξεφυλλίζω με φόβο και τρόμο τις σελίδες του…και ψάχνω να βρω την έννοια και τη σημασία αυτής της λέξης που θέλει να πρωταγωνιστήσει στην εποχή μας…και όταν τη βρίσκω τη σημειώνω και διαβάζω : «Σκληρότητα είναι η ιδιότητα του σκληρού…κι ακόμη η τραχύτητα και η ασπλαχνία»…

Σκληρότητα, λοιπόν, είναι η τραχύτητα και η βαναυσότητα κι η απανθρωπιά…κι ακόμη η ασπλαχνία και η σκληροκαρδία και η κυνικότητα…και εκδηλώνεται με το πιο απαίσιο τρόπο απέναντι στον άνθρωπο, αδιαφορώντας εμπρός την ανέχεια και τη δυστυχία και τη φτώχεια…

Και κλείνει τα μάτια της στον πόνο του άλλου…και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους της…και απαξιώνει να σε ακούσει και να κατανοήσει τα προβλήματά σου…και σε παραπέμπει ψυχρά και κυνικά σε «άλλους»…

Έτσι είναι τα πράγματα, φίλοι μου, κι αυτό το «μοντέλο» διεκδικεί να πρωταγωνιστήσει στην εποχής μας…αξιώνοντας να μας χαράξει τα «νέα»πρότυπα για τις καινούργιες γενιές…για τα παιδιά και τα εγγόνια μας…με βάση τη μάσκα και το προσωπείο της σκληρότητας…

Και αν πιστεύετε ότι υπερβάλλω σας προσκαλώ να περιδιαβούμε για λίγο τον κόσμο, αρχίζοντας ,έστω, από την πατρίδα μας… και τότε εκτιμώ ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου…

Κι ας κάνουμε την πρώτη μας στάση στα δικαστήρια…και ως θεατές ας παρακολουθήσουμε τις δίκες…και ας μετρήσουμε τη σκληρότητα των αντιδίκων…και τη μανία τους να εξοντώσουν το συνάνθρωπό τους, κλείνοντας την πόρτα στην επιείκεια της ψυχής…

Και στη δεύτερη στάση μας, ας σταματήσουμε στους κεντρικούς δρόμους της μεγάλης πρωτεύουσας ,τώρα το χειμώνα…μέσα στο δυνατό κρύο…κι ας πλησιάσουμε στις γωνιές των καταστημάτων και στις εισόδους των πολυκατοικιών, εκεί που συνάνθρωποί μας ζουν στο «χαρτονένιο» σπίτι τους…που είναι η κουβέρτα και το προσκέφαλο και η ζεστασιά και ο φίλος στη μοναξιά τους…

Κι ας σταματήσουμε για λίγο στα «μπαρ της φθοράς»… στην τρίτη στάση μας, εκεί που κάποιοι εκμεταλλεύονται τον άνθρωπο για το χρήμα…και τον κάνουν «εμπόρευμα» και «πράγμα» για πώληση…λεηλατώντας με τον πιο ζωώδη τρόπο τις ψυχές νεαρών κοριτσιών κατά το πλείστον αλλοδαπών…

Κι η τέταρτη στάση μας αρκείται να παρακολουθήσει από τηλεοράσεως τα δρώμενα στην Ελληνική επικράτεια…τις εχθρότητες και τα κονταροκτυπήματα… τις φωνές και την απαξίωση…την ισοπέδωση…την καταρράκωση των προσώπων…το ξεγύμνωμα κάθε αξιοπρέπειας…τον εξευτελισμό και τη διαπόμπευση των προσώπων…

Και συνεχίζουμε στους χώρους της σπατάλης…και καταγράφουμε τη χλιδή και την πολυτέλεια…και φωτογραφίζουμε την υπεροψία και το ανικανοποίητο του πλούτου…και ρωτάμε για τον ταλαίπωρο άνθρωπο…αυτόν που εκλιπαρεί τον πλούσιο για τα «ψιχία»…έστω για τα λιγοστά απομεινάρια του κορεσμού κάποιων…αυτών που κλειδαμπάρωσαν την αισπλαχνία της καρδιάς τους …εκεί… στην πέμπτη στάση μας…

Φίλοι μου, σε κάθε γωνιά του κόσμου η σκληρότητα αρχίζει να γίνεται διεκδικητής κι εχθρός και αντίπαλος της αγάπης και της αλληλεγγύης…και στην έκτη στάση μας που λέγεται φτώχεια …και στην έβδομη που λέγεται αρρώστια …και στην όγδοη που λέγεται δυστυχία και στην εκατοστή…εκεί …που μικρά παιδιά πεθαίνουν κάθε λεπτό της ώρας ,γιατί στερούνται αυτό, που εμείς πολύ εύκολα το πετάμε στα σκουπίδια μας…

Κι ο κόσμος αρχίζει να γίνεται αγνώριστος …αρχίζει να ψυχραίνεται…αρχίζει να χάνει την ομορφιά και τη χάρη του…και τα λουλούδια της αγάπης που στόλιζαν την ψυχή του τα βλέπουμε να μαραίνονται…να χάνουν το χρώμα, το φως και το άρωμά τους…

Κλείνω το αλφαβητάρι της 3ης χιλιετίας και συλλογίζομαι για την πορεία της εποχής μας…και θλίβομαι…κι αναζητώ λύσεις…και προσεύχομαι…και ελπίζω, ελπίζω ότι τελικά…αυτή η σκληρότητα, αυτό το απρόσωπο κι άσπλαχνο σύστημα δεν θα κυριαρχήσει στην εποχή μας …κι αυτό να ελπίζετε και να πιστεύετε κι εσείς…

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Ο μικρός Μπίμπο…

Είπα, λοιπόν, να γράψω για το Μπίμπο…αυτό το παιδί από την Αφρική ,από τη χώρα του Σουδάν, το υιοθετημένο αγόρι από τη Γερμανία, τον Αφρικανό, το μαύρο…

Και το αποφάσισα, γιατί η ιστορία του με συγκίνησε…κι ακόμη, γιατί γέμισε την καρδιά μου με πίκρα και πόνο κι αγανάκτηση…κι ήρθαν δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα οργής…

Κι έσκυψα το κεφάλι μέχρι τη γη και γονάτισα κάτω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα κι έκλαψα…και με τα τρεμάμενα χέρια μου ,ευλαβικά, χάραξα λέξεις συγνώμης…

Και ζήτησα συγνώμη από το Μπίμπο, για την κυνικότητα και τη σκληρότητά μας απέναντι στον άνθρωπο, γι αυτή τη ρατσιστική κατάταξή του, ανάλογα με το χρώμα του…ανάλογα με την κοινωνική του θέση και τον αριθμό των χρημάτων…

Γι αυτό σου γράφω, λοιπόν, Μπίμπο, σου γράφω απλά και ταπεινά κι απολογούμαι για τις ανόητες θεωρίες του άσπρου και του μαύρου, γι αυτή τη γελοία θεώρηση «περί ανωτερότητας της φυλής»,για την άμετρη υποκρισία μας, γι αυτή την εγωιστική μας νοοτροπία, που υποτίμησε τις ανθρώπινες αξίες και την αξιοπρέπεια…

Κι απολογούμαι, μικρέ μου Μπίμπο, απολογούμαι ενώπιον σου, γιατί σε περιπαίξαμε …και γελάσαμε ειρωνικά σε βάρος σου…και σε υποτιμήσαμε, επειδή είχες μαύρο δέρμα κι ήσουν διαφορετικός από εμάς…και ξεχώριζες απ΄ όλους μας, από εμάς του ξανθούς και τους καστανούς…

Και σε περιγελάσαμε για το όνομά σου, χαχαρίζοντας στο άκουσμα και μόνο του «Μπίμπο»…κι αγνοήσαμε και τα χαρίσματα κι όλα τα οράματά σου, για την όποια ανάδειξή σου μέσα στην κοινωνία, για την ποθούμενη καταξίωσή σου…

Και σε ειρωνευτήκαμε και σε ρωτήσαμε για τους προγόνους σου, τους ανθρωποφάγους και τους κανίβαλους…και σε προκαλέσαμε….και σε καταπιέσαμε…κι ακόμη, τσακίσαμε όλο το είναι σου, δίχως ευγένεια και σεβασμό, δίχως αξιοπρέπεια…

Κι όταν θέλησε να υμνήσει κι αυτός, με το δικό του τρόπο, το Θείο βρέφος, τις στιγμές που θέλησε να παίξει στο θέατρο του σχολείου του τον Άγιο Ιωσήφ…δε βοηθήθηκε από εμάς, γιατί απορήσαμε και διερωτηθήκαμε…πώς είναι δυνατόν ! ο Μπίμπο …να γίνει μαύρος ο Ιωσήφ …


Κι όταν κι αυτός, σαν άνθρωπος ερωτεύτηκε…όταν η καρδιά του Μπίμπο άρχισε να κτυπά παράξενα…σ’ αυτό τον όμορφο ρυθμό της αγάπης και του έρωτα για τη Νίκολα…εμείς, δε δείξαμε την παραμικρή κατανόηση, ούτε μιλήσαμε μαζί του…και θεωρήσαμε παράλογη αυτή την «απαίτηση» του…κι είπαν : μα πώς ;ο Μπίμπο τη Νίκολα…την ομορφότερη στην τάξη…την πιο ξανθιά !

Και σε ξυλοκοπήσαμε απάνθρωπα…και δείξαμε την «υπεροχή» μας στέλνοντάς σε στο Νοσοκομείο…κι εμείς οι «υπέρτεροι»…όλοι εμείς οι «ανώτεροι»…δεν ασχοληθήκαμε καθόλου μαζί σου κι είπαμε δε θέλουμε να ανακατευτούμε,είναι άλλων το πρόβλημα…

Έτσι είναι, φίλοι μου, δείξαμε όλη μας την αδιαφορία στο Μπίμπο…και δεν τον επισκεφτήκαμε, ούτε συμπαρασταθήκαμε σ’ αυτόν…έτσι, για να του μιλήσουμε λίγο…να του πούμε μια ή δυο λέξεις αγάπης, να τον συμπονέσουμε σαν φίλοι, σαν γείτονες ,έστω, σαν συμμαθητές…

Κι αφήσαμε το Μπίμπο μόνο του, αβοήθητο και ταπεινωμένο…και τον καταδικάσαμε να ζει με τη μοναξιά του, δίχως φίλους, εκεί στο προαύλιο του σχολείου…γιατί «εμείς» δεν θέλαμε ή δεν τολμούσαμε να πάρουμε θέση…και ζητούσαμε ο ένας, ο μικρός Μπίμπο, να κάνει την αρχή…κι όχι εμείς…οι πολλοί…

Κι όλα τα’ αστεία μας είχαν στόχο το Μπίμπο, το συμμαθητή μας, μ’ αυτό το παράξενο όνομα, το μαύρο αγόρι της τάξης, που σε τελική ανάλυση…δε φταίμε που ήταν Αφρικανός και μαύρος…κι εμείς λευκοί και κατάξανθοι…

Έτσι έγινε εκείνη τη μέρα, του ψιθυρίσαμε ,για πλάκα, βέβαια, ότι οι φούρνοι που καίγανε τους Εβραίους θα λειτουργούσαν ξανά…και θα φτιαχνόταν , κατάλληλα, για τους μαύρους στη Γερμανία…και το είπαμε, δίχως να το σκεφτούμε, ότι δηλαδή τέτοια αστεία θα πονούσαν το Μπίμπο…

Κι ήταν κι αυτό ένα αστείο…κάποια λόγια από εμάς τους «ανώτερους»…ανόητες λέξεις για το μαύρο αγόρι , το σγουροκέφαλο, το Μπίμπο, που δε μίλησε, που δεν έκλαψε, που δεν αντέδρασε καθόλου…αφού, έτσι κι αλλιώς, δε μπορούσε ή δεν ήθελε, ούτε είχε το δικαίωμα να μιλήσει…σαν μαύρος από την Αφρική…από τη χώρα του Σουδάν …

Κι έφυγε ο μικρός Μπίμπο εκείνο το απόγευμα…έφυγε για πάντα από τη γη…από τις χώρες του λευκού ή του μαύρου…έφυγε πικραμένος από τη ζωή…αφού κρεμάστηκε για να μην τον κάψουν στους φούρνους του Άουσβιτς, όπως τους Εβραίους…γιατί ο Μπίμπο, ο ολομόναχος Μπίμπο, δεν μπορούσε να σηκώσει άλλο το βάρος της ταπείνωσης, έστω κι αυτό ήταν αστείο…

Σ΄ αυτό το σημείο, φίλοι μου, τελείωσε η ιστορία μας για το μικρό Μπίμπο από το Σουδάν, που έτυχε να είναι ένας και μοναδικός…ένας …σε μια τάξη, με πολίτες του αύριο, που έμαθαν να μετρούν την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος…

Κι αυτή τη ρατσιστική και φασιστική νοοτροπία της διάκρισης και της κατάταξης των ανθρώπων «σε πράγματα και αντικείμενα»… και σε ανώτερες φυλές, ανάλογα με το χρώμα, τη φυλή, τον τόπο καταγωγής, την κοινωνική θέση και την ιδεολογία, δεν την αποδεχόμαστε…

Εν Ρεθύμνω, φίλοι και φίλες μου, εδώ αγωνιζόμαστε για τα παιδιά όλου του κόσμου, για το μικρό Μπίμπο…