Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Ο μικρός Μπίμπο…

Είπα, λοιπόν, να γράψω για το Μπίμπο…αυτό το παιδί από την Αφρική ,από τη χώρα του Σουδάν, το υιοθετημένο αγόρι από τη Γερμανία, τον Αφρικανό, το μαύρο…

Και το αποφάσισα, γιατί η ιστορία του με συγκίνησε…κι ακόμη, γιατί γέμισε την καρδιά μου με πίκρα και πόνο κι αγανάκτηση…κι ήρθαν δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα οργής…

Κι έσκυψα το κεφάλι μέχρι τη γη και γονάτισα κάτω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα κι έκλαψα…και με τα τρεμάμενα χέρια μου ,ευλαβικά, χάραξα λέξεις συγνώμης…

Και ζήτησα συγνώμη από το Μπίμπο, για την κυνικότητα και τη σκληρότητά μας απέναντι στον άνθρωπο, γι αυτή τη ρατσιστική κατάταξή του, ανάλογα με το χρώμα του…ανάλογα με την κοινωνική του θέση και τον αριθμό των χρημάτων…

Γι αυτό σου γράφω, λοιπόν, Μπίμπο, σου γράφω απλά και ταπεινά κι απολογούμαι για τις ανόητες θεωρίες του άσπρου και του μαύρου, γι αυτή τη γελοία θεώρηση «περί ανωτερότητας της φυλής»,για την άμετρη υποκρισία μας, γι αυτή την εγωιστική μας νοοτροπία, που υποτίμησε τις ανθρώπινες αξίες και την αξιοπρέπεια…

Κι απολογούμαι, μικρέ μου Μπίμπο, απολογούμαι ενώπιον σου, γιατί σε περιπαίξαμε …και γελάσαμε ειρωνικά σε βάρος σου…και σε υποτιμήσαμε, επειδή είχες μαύρο δέρμα κι ήσουν διαφορετικός από εμάς…και ξεχώριζες απ΄ όλους μας, από εμάς του ξανθούς και τους καστανούς…

Και σε περιγελάσαμε για το όνομά σου, χαχαρίζοντας στο άκουσμα και μόνο του «Μπίμπο»…κι αγνοήσαμε και τα χαρίσματα κι όλα τα οράματά σου, για την όποια ανάδειξή σου μέσα στην κοινωνία, για την ποθούμενη καταξίωσή σου…

Και σε ειρωνευτήκαμε και σε ρωτήσαμε για τους προγόνους σου, τους ανθρωποφάγους και τους κανίβαλους…και σε προκαλέσαμε….και σε καταπιέσαμε…κι ακόμη, τσακίσαμε όλο το είναι σου, δίχως ευγένεια και σεβασμό, δίχως αξιοπρέπεια…

Κι όταν θέλησε να υμνήσει κι αυτός, με το δικό του τρόπο, το Θείο βρέφος, τις στιγμές που θέλησε να παίξει στο θέατρο του σχολείου του τον Άγιο Ιωσήφ…δε βοηθήθηκε από εμάς, γιατί απορήσαμε και διερωτηθήκαμε…πώς είναι δυνατόν ! ο Μπίμπο …να γίνει μαύρος ο Ιωσήφ …


Κι όταν κι αυτός, σαν άνθρωπος ερωτεύτηκε…όταν η καρδιά του Μπίμπο άρχισε να κτυπά παράξενα…σ’ αυτό τον όμορφο ρυθμό της αγάπης και του έρωτα για τη Νίκολα…εμείς, δε δείξαμε την παραμικρή κατανόηση, ούτε μιλήσαμε μαζί του…και θεωρήσαμε παράλογη αυτή την «απαίτηση» του…κι είπαν : μα πώς ;ο Μπίμπο τη Νίκολα…την ομορφότερη στην τάξη…την πιο ξανθιά !

Και σε ξυλοκοπήσαμε απάνθρωπα…και δείξαμε την «υπεροχή» μας στέλνοντάς σε στο Νοσοκομείο…κι εμείς οι «υπέρτεροι»…όλοι εμείς οι «ανώτεροι»…δεν ασχοληθήκαμε καθόλου μαζί σου κι είπαμε δε θέλουμε να ανακατευτούμε,είναι άλλων το πρόβλημα…

Έτσι είναι, φίλοι μου, δείξαμε όλη μας την αδιαφορία στο Μπίμπο…και δεν τον επισκεφτήκαμε, ούτε συμπαρασταθήκαμε σ’ αυτόν…έτσι, για να του μιλήσουμε λίγο…να του πούμε μια ή δυο λέξεις αγάπης, να τον συμπονέσουμε σαν φίλοι, σαν γείτονες ,έστω, σαν συμμαθητές…

Κι αφήσαμε το Μπίμπο μόνο του, αβοήθητο και ταπεινωμένο…και τον καταδικάσαμε να ζει με τη μοναξιά του, δίχως φίλους, εκεί στο προαύλιο του σχολείου…γιατί «εμείς» δεν θέλαμε ή δεν τολμούσαμε να πάρουμε θέση…και ζητούσαμε ο ένας, ο μικρός Μπίμπο, να κάνει την αρχή…κι όχι εμείς…οι πολλοί…

Κι όλα τα’ αστεία μας είχαν στόχο το Μπίμπο, το συμμαθητή μας, μ’ αυτό το παράξενο όνομα, το μαύρο αγόρι της τάξης, που σε τελική ανάλυση…δε φταίμε που ήταν Αφρικανός και μαύρος…κι εμείς λευκοί και κατάξανθοι…

Έτσι έγινε εκείνη τη μέρα, του ψιθυρίσαμε ,για πλάκα, βέβαια, ότι οι φούρνοι που καίγανε τους Εβραίους θα λειτουργούσαν ξανά…και θα φτιαχνόταν , κατάλληλα, για τους μαύρους στη Γερμανία…και το είπαμε, δίχως να το σκεφτούμε, ότι δηλαδή τέτοια αστεία θα πονούσαν το Μπίμπο…

Κι ήταν κι αυτό ένα αστείο…κάποια λόγια από εμάς τους «ανώτερους»…ανόητες λέξεις για το μαύρο αγόρι , το σγουροκέφαλο, το Μπίμπο, που δε μίλησε, που δεν έκλαψε, που δεν αντέδρασε καθόλου…αφού, έτσι κι αλλιώς, δε μπορούσε ή δεν ήθελε, ούτε είχε το δικαίωμα να μιλήσει…σαν μαύρος από την Αφρική…από τη χώρα του Σουδάν …

Κι έφυγε ο μικρός Μπίμπο εκείνο το απόγευμα…έφυγε για πάντα από τη γη…από τις χώρες του λευκού ή του μαύρου…έφυγε πικραμένος από τη ζωή…αφού κρεμάστηκε για να μην τον κάψουν στους φούρνους του Άουσβιτς, όπως τους Εβραίους…γιατί ο Μπίμπο, ο ολομόναχος Μπίμπο, δεν μπορούσε να σηκώσει άλλο το βάρος της ταπείνωσης, έστω κι αυτό ήταν αστείο…

Σ΄ αυτό το σημείο, φίλοι μου, τελείωσε η ιστορία μας για το μικρό Μπίμπο από το Σουδάν, που έτυχε να είναι ένας και μοναδικός…ένας …σε μια τάξη, με πολίτες του αύριο, που έμαθαν να μετρούν την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια σύμφωνα με το χρώμα του δέρματος…

Κι αυτή τη ρατσιστική και φασιστική νοοτροπία της διάκρισης και της κατάταξης των ανθρώπων «σε πράγματα και αντικείμενα»… και σε ανώτερες φυλές, ανάλογα με το χρώμα, τη φυλή, τον τόπο καταγωγής, την κοινωνική θέση και την ιδεολογία, δεν την αποδεχόμαστε…

Εν Ρεθύμνω, φίλοι και φίλες μου, εδώ αγωνιζόμαστε για τα παιδιά όλου του κόσμου, για το μικρό Μπίμπο…