Σε μια άκρη του παλιού δρόμου στεκόμουν, Χριστέ μου, και σε κοίταζα. Έβλεπα το δράμα σου και μέσα από την πάλη σου έβλεπα και τη δική μου. Γύρω-γύρω πλήθος κόσμου σε κοιτούσε αμήχανα. Ήταν,βλέπεις, η εποχή έτσι, ανίκανη να σκεφτεί το νόημα της θυσίας σου.
Πιο πέρα, φανταχτεροί στρατιώτες νόμιζαν πως εκτελούσαν πιστά το νόμο και πίστευαν πώς είχαν κερδίσει. Πίστευαν, ότι μέσα από το γράμμα του νόμου, πώς είχαν πετύχει με τη σύλληψή Σου και πως η ηρεμία θα βασίλευε επιτέλους…
Όμως, ξέχασαν την πλάνη…γιατί δεν είχαν το τάλαντο και τη χάρη της πίστεως και γι’ αυτό έχασαν. Βλέπεις, το «ήξεις –αφίξεις» δεν ταιριάζει πάντοτε στη ζωή. Η αλήθεια είναι το «ναι» ή το «όχι».
Τρεις σταγόνες αγωνίας στο μέτωπό Σου με ξύπνησαν από την περισυλλογή. Είδα πως γύρισες και με κοίταξες κι αμέσως πίστεψα ,ότι με γνώριζες. Κατάλαβα κι έτρεξα κοντά σου, αψηφώντας τον κίνδυνο. Εσύ έπεσε κάτω από την κούραση. Το γήινο είναι αγώνας, γι αυτό κι Εσύ με την πράξη Σου θέλησες να μας το δείξεις.
Ένας στρατιώτης της συνοδείας με πρόσταξε : « Πάρε το Σταυρό και προχώρα».Όμως, σε Σένα χτύπησε το μαστίγιο. Δεν πόνεσα εγώ, αλλά ένοιωσα μια πίκρα στα σωθικά μου κι αυτό με άντρωσε. Προχώρησα με πίστη, σαν να είχα τελέψει το χρέος μου και βαδίζοντας προς το μαρτύριό Σου, έστρεψα το βλέμμα σε Σένα. Ήταν η δεύτερη φορά, που το βλέμμα Σου αντάμωσε το δικό μου. Μου φάνηκε πάλι, πώς με γνώριζες και νομίζω, ότι μου χαμογέλασες. Δεν πρέπει να έκανα λάθος, όχι. Μου χαμογέλασες κι εγώ πήρα αμέσως δύναμη και προχώρησα, νοιώθοντας ένα γλυκό αεράκι να χαϊδεύει τη στράτα μου.
Σταματήσαμε κοντά στον Τόπο. Οι στρατιώτες σκούπισαν το μέτωπό τους με τα πολύχρωμα μαντήλια τους. Βέβαια, βιάζονταν να τελειώσουν και δεν ήθελαν καθόλου να πιστέψουν ότι έσφαλαν. Μου φώναξαν πάλι προστακτικά κι εγώ εναπόθεσα τον Σταυρό κάτω στο ξερό χώμα και την πέτρα. Εσένα Σ’ έφεραν κοντά και γρήγορα. Σ’ έβαλαν πάνω του. Τα καρφιά ήσαν έτοιμα, το σφυρί και οι άνθρωποι θα τέλειωναν το σκοπό τους. Οι Γραφές, όμως, δεν είχαν ακόμη πληρωθεί. Χαμογέλασα πικρόχολα. Πού πάμε, σκέφτηκα. Τι ανοησίες κάνουν οι άνθρωποι ! Τόσο πολύ παρασύρονται σε αποφάσεις, αγνοώντας την αλήθεια και τη δικαιοσύνη;
Ένοιωσα να με κοιτούν έντονα. Γύρισα προς το μέρος Σου κι είδα πάλι να με κοιτάζεις κι Εσύ. Ήταν η Τρίτη φορά, που το διαπίστωνα, και μέσα από το πονεμένο βλέμμα Σου κατάλαβα ,ότι μ’ ευχαριστούσες. Με διαβεβαίωνες, πώς η πράξη μου, αυτή η ελαχίστη, θα ήταν λίθος λαμπρός της όλης μου πορείας στη ζωή. Ύστερα φώναξες ανθρώπινα, πονεμένα. Ήταν το πρώτο καρφί, που τρυπούσε επώδυνα το Άγιο Σώμα σου. Ανάσαινες βαρειά κι ιδρώτας ανακατεμένος με αίμα άρχισε να τρέχει από το μέτωπό Σου.
Έτρεξα κοντά Σου, αλλ’ οι στρατιώτες δεν με άφησαν. Πάλεψα νάρθω δίπλα στον σταυρό, για να απαλύνω τον πόνο σου. Είχα καταλάβει , αλλά δεν μπόρεσα. Και τότε άκουσα τη δεύτερη πονεμένη κραυγή σου. Δεν είχα όμως τη δύναμη και δεν ήθελα να κοιτάξω. Η ψυχή μου συνταρασσόταν μπροστά στην αδικία, στην ανθρώπινη κυνικότητα και την υπεροψία. Η πραγματικότητα με συγκλόνιζε. Ακούστηκαν άλλες δύο πονεμένες φωνές κι η φύση σίγησε. Μόνον οι δικοί μου λυγμοί διαπερνούσαν τη σιγή της.
Πλησίασα, όσο μπορούσα, κοντά Σου. Οι στρατιώτες, απασχολημένοι στο φρικτό έργο τους, δεν μ΄ ενόχλησαν. Έσκυψα ,λοιπόν, στο πρόσωπό Σου και χάιδεψα τις πληγές Σου. Μια γλυκιά ενέργεια διαπέρασε το είναι μου. Σου μίλησα με λόγια απλά, παρηγορητικά. Κι εσύ με κοίταξες με αγάπη. Ήθελες να μ΄ αγγίξεις το χέρι, αλλά ήταν αδύνατο. Έκλεισες τα μάτια Σου και μ’ αποχαιρέτησες.
Ξαφνικά, με σήκωσαν βίαια. Υπήρχε μεγάλη βιασύνη. Ο Σταυρός μαζί με Σένα σηκώθηκε και μπήκε στη θέση του. Η διαδικασία είχε τελειώσει. Η επιγραφή, το σφουγγάρι με τη χολή και το ξύδι, το κέντημα με τη λόγχη στο πλευρό Σου, όλα έγιναν με τάξη, για να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του τυπικού. Δίπλα σου στήθηκαν άλλα δύο άτομα, δυο ληστές. Ο ένας κατόρθωσε να σωθεί, να κερδίσει σε μια στιγμή του χρόνου την αιωνιότητα.
Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν κάτω από το βλέμμα Σου την θεική τραγωδία. Εγώ, λίγο πιο πέρα, στεκόμουν ακίνητος κι έκλαιγα. Ήμουν βέβαιος, πώς είχα χάσει την ώρα εκείνη κάτι πολύτιμο από τη ζωή μου κι άρχισα να μελαγχολώ. Όμως, ξαφνικά Σε είδα να κατεβαίνεις από τον Σταυρό, με τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια,με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και λογχευμένη την δεξιά πλευρά σου. Με πλησίασες στοργικά : «Μη φοβάσαι μου είπες, " θάμαι πάντα μαζί σου" κι άπλωσες το χέρι Σου να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Έπεσα στα Άγια πόδια Σου, πλημμυρισμένος στη χαρά και στην αγάπη,και Σε προσκύνησα κλαίγοντας. Ένοιωσα την ουράνια χάρη Σου να διαπερνά το σώμα και την ψυχή μου, να γλυκαίνει την οδύνη μου και ν΄ αναπτερώνει σταθερά την πίστη και το ηθικό μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι μέσα στη σιωπή μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κόσμος πολύς με κοίταζε παράξενα. Νόμιζαν, πώς είχαν σαλέψει τα λογικά μου. Αψήφησα τα πειρακτικά σχόλια τους και προχώρησα προς το μέρος που σε σταύρωσαν. Δεν μπορούσα να σε κοιτάξω. Ο πόνος Σου μου στέρησε τη δύναμη αυτή. Γονάτισα ταπεινά στο έδαφος κι ακούμπησα το μέτωπό μου πάνω στο σταυρό Σου. Ήταν η ώρα, που έλεγες με σιγουριά «Τετέλεσται», αφήνοντας λίγες σωτήριες ρανίδες από το αίμα Σου να κυλήσουν πάνω μου.
Πιο πέρα, φανταχτεροί στρατιώτες νόμιζαν πως εκτελούσαν πιστά το νόμο και πίστευαν πώς είχαν κερδίσει. Πίστευαν, ότι μέσα από το γράμμα του νόμου, πώς είχαν πετύχει με τη σύλληψή Σου και πως η ηρεμία θα βασίλευε επιτέλους…
Όμως, ξέχασαν την πλάνη…γιατί δεν είχαν το τάλαντο και τη χάρη της πίστεως και γι’ αυτό έχασαν. Βλέπεις, το «ήξεις –αφίξεις» δεν ταιριάζει πάντοτε στη ζωή. Η αλήθεια είναι το «ναι» ή το «όχι».
Τρεις σταγόνες αγωνίας στο μέτωπό Σου με ξύπνησαν από την περισυλλογή. Είδα πως γύρισες και με κοίταξες κι αμέσως πίστεψα ,ότι με γνώριζες. Κατάλαβα κι έτρεξα κοντά σου, αψηφώντας τον κίνδυνο. Εσύ έπεσε κάτω από την κούραση. Το γήινο είναι αγώνας, γι αυτό κι Εσύ με την πράξη Σου θέλησες να μας το δείξεις.
Ένας στρατιώτης της συνοδείας με πρόσταξε : « Πάρε το Σταυρό και προχώρα».Όμως, σε Σένα χτύπησε το μαστίγιο. Δεν πόνεσα εγώ, αλλά ένοιωσα μια πίκρα στα σωθικά μου κι αυτό με άντρωσε. Προχώρησα με πίστη, σαν να είχα τελέψει το χρέος μου και βαδίζοντας προς το μαρτύριό Σου, έστρεψα το βλέμμα σε Σένα. Ήταν η δεύτερη φορά, που το βλέμμα Σου αντάμωσε το δικό μου. Μου φάνηκε πάλι, πώς με γνώριζες και νομίζω, ότι μου χαμογέλασες. Δεν πρέπει να έκανα λάθος, όχι. Μου χαμογέλασες κι εγώ πήρα αμέσως δύναμη και προχώρησα, νοιώθοντας ένα γλυκό αεράκι να χαϊδεύει τη στράτα μου.
Σταματήσαμε κοντά στον Τόπο. Οι στρατιώτες σκούπισαν το μέτωπό τους με τα πολύχρωμα μαντήλια τους. Βέβαια, βιάζονταν να τελειώσουν και δεν ήθελαν καθόλου να πιστέψουν ότι έσφαλαν. Μου φώναξαν πάλι προστακτικά κι εγώ εναπόθεσα τον Σταυρό κάτω στο ξερό χώμα και την πέτρα. Εσένα Σ’ έφεραν κοντά και γρήγορα. Σ’ έβαλαν πάνω του. Τα καρφιά ήσαν έτοιμα, το σφυρί και οι άνθρωποι θα τέλειωναν το σκοπό τους. Οι Γραφές, όμως, δεν είχαν ακόμη πληρωθεί. Χαμογέλασα πικρόχολα. Πού πάμε, σκέφτηκα. Τι ανοησίες κάνουν οι άνθρωποι ! Τόσο πολύ παρασύρονται σε αποφάσεις, αγνοώντας την αλήθεια και τη δικαιοσύνη;
Ένοιωσα να με κοιτούν έντονα. Γύρισα προς το μέρος Σου κι είδα πάλι να με κοιτάζεις κι Εσύ. Ήταν η Τρίτη φορά, που το διαπίστωνα, και μέσα από το πονεμένο βλέμμα Σου κατάλαβα ,ότι μ’ ευχαριστούσες. Με διαβεβαίωνες, πώς η πράξη μου, αυτή η ελαχίστη, θα ήταν λίθος λαμπρός της όλης μου πορείας στη ζωή. Ύστερα φώναξες ανθρώπινα, πονεμένα. Ήταν το πρώτο καρφί, που τρυπούσε επώδυνα το Άγιο Σώμα σου. Ανάσαινες βαρειά κι ιδρώτας ανακατεμένος με αίμα άρχισε να τρέχει από το μέτωπό Σου.
Έτρεξα κοντά Σου, αλλ’ οι στρατιώτες δεν με άφησαν. Πάλεψα νάρθω δίπλα στον σταυρό, για να απαλύνω τον πόνο σου. Είχα καταλάβει , αλλά δεν μπόρεσα. Και τότε άκουσα τη δεύτερη πονεμένη κραυγή σου. Δεν είχα όμως τη δύναμη και δεν ήθελα να κοιτάξω. Η ψυχή μου συνταρασσόταν μπροστά στην αδικία, στην ανθρώπινη κυνικότητα και την υπεροψία. Η πραγματικότητα με συγκλόνιζε. Ακούστηκαν άλλες δύο πονεμένες φωνές κι η φύση σίγησε. Μόνον οι δικοί μου λυγμοί διαπερνούσαν τη σιγή της.
Πλησίασα, όσο μπορούσα, κοντά Σου. Οι στρατιώτες, απασχολημένοι στο φρικτό έργο τους, δεν μ΄ ενόχλησαν. Έσκυψα ,λοιπόν, στο πρόσωπό Σου και χάιδεψα τις πληγές Σου. Μια γλυκιά ενέργεια διαπέρασε το είναι μου. Σου μίλησα με λόγια απλά, παρηγορητικά. Κι εσύ με κοίταξες με αγάπη. Ήθελες να μ΄ αγγίξεις το χέρι, αλλά ήταν αδύνατο. Έκλεισες τα μάτια Σου και μ’ αποχαιρέτησες.
Ξαφνικά, με σήκωσαν βίαια. Υπήρχε μεγάλη βιασύνη. Ο Σταυρός μαζί με Σένα σηκώθηκε και μπήκε στη θέση του. Η διαδικασία είχε τελειώσει. Η επιγραφή, το σφουγγάρι με τη χολή και το ξύδι, το κέντημα με τη λόγχη στο πλευρό Σου, όλα έγιναν με τάξη, για να ολοκληρωθεί η εφαρμογή του τυπικού. Δίπλα σου στήθηκαν άλλα δύο άτομα, δυο ληστές. Ο ένας κατόρθωσε να σωθεί, να κερδίσει σε μια στιγμή του χρόνου την αιωνιότητα.
Οι άνθρωποι παρακολουθούσαν κάτω από το βλέμμα Σου την θεική τραγωδία. Εγώ, λίγο πιο πέρα, στεκόμουν ακίνητος κι έκλαιγα. Ήμουν βέβαιος, πώς είχα χάσει την ώρα εκείνη κάτι πολύτιμο από τη ζωή μου κι άρχισα να μελαγχολώ. Όμως, ξαφνικά Σε είδα να κατεβαίνεις από τον Σταυρό, με τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια,με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και λογχευμένη την δεξιά πλευρά σου. Με πλησίασες στοργικά : «Μη φοβάσαι μου είπες, " θάμαι πάντα μαζί σου" κι άπλωσες το χέρι Σου να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Έπεσα στα Άγια πόδια Σου, πλημμυρισμένος στη χαρά και στην αγάπη,και Σε προσκύνησα κλαίγοντας. Ένοιωσα την ουράνια χάρη Σου να διαπερνά το σώμα και την ψυχή μου, να γλυκαίνει την οδύνη μου και ν΄ αναπτερώνει σταθερά την πίστη και το ηθικό μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι μέσα στη σιωπή μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κόσμος πολύς με κοίταζε παράξενα. Νόμιζαν, πώς είχαν σαλέψει τα λογικά μου. Αψήφησα τα πειρακτικά σχόλια τους και προχώρησα προς το μέρος που σε σταύρωσαν. Δεν μπορούσα να σε κοιτάξω. Ο πόνος Σου μου στέρησε τη δύναμη αυτή. Γονάτισα ταπεινά στο έδαφος κι ακούμπησα το μέτωπό μου πάνω στο σταυρό Σου. Ήταν η ώρα, που έλεγες με σιγουριά «Τετέλεσται», αφήνοντας λίγες σωτήριες ρανίδες από το αίμα Σου να κυλήσουν πάνω μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου