Κοιτάζω το ρολόι. Τρεις τα μεσάνυχτα. Τα νιάτα τρέχουν, ακολουθώντας τις δέκα μορφές των μικρών Μήτσων, θέλοντας έτσι ,να τονίσουν την παρουσία τους στη μεγάλη πόλη, σε κάθε σύγχρονο στέκι, πίνοντας το ποτό ή τον καφέ τους, με το τσιγάρο στο χέρι, ένα με τον καπνό και τον ήχο, περιπαίζοντας με τα αναρίθμητα χρώματα των φώτων.
Και προετοιμάζονται οι νέοι μας γι αυτήν την τελετουργία ,για το «παρόν» τους,μετά τα μεσάνυχτα, εκεί στα στοιβαχτά, τα νιάτα στα νιάτα, σκιά –σκιά, μισοβλέποντας, με το ποτήρι στο χέρι, το σφηνάκι…με το πλάνο ηδύποτο ,που προετοιμάζει για το επόμενο βήμα, αν προλάβουν, βέβαια…
Αυτά τα νιάτα της πατρίδας μας, τα νιάτα της πόλης μας, η πιο όμορφη λέξη και η πιο ελπιδοφόρα…τα πανέμορφα κορίτσια μας, οι μικροί μαθητές μας, θέλουν και επιζητούν τη γνώση μας, τις αρχές και τα ιδανικά μας, τον συνετό λόγο και το παράδειγμά μας…και ψάχνουν…κι αναζητούν να προσδιορίσουν το είναι τους μετά τα μεσάνυχτα, σ’ αυτό το περιβάλλον που εμείς δημιουργήσαμε…που σε τελική ανάλυση τους υποχρεώσαμε να το ακολουθήσουν…ένα κατασκεύασμα για συνεχή διασκέδαση …ένα δικό μας κακέκτυπο βιβλίο δοσμένο ως πρότυπο και ουσία ζωής…
Και τώρα, αφού βάλαμε τα νιάτα σ’ αυτό τον δρόμο…κι αφού θέσαμε και τη δική μας σφραγίδα την υπογραφή και τη συγκατάθεση μας τα κατηγορούμε…και τα περνάμε από χίλια κόσκινα…εμείς, που ίσως δεν υπήρξαμε ποτέ το παράδειγμα και το πρότυπό τους, έτσι όπως το είχαν ζωγραφίσει στα όνειρά τους…
Τους κατηγορούμε ,λοιπόν, για την κατάντια τους, μιλώντας υπεροπτικά γι αυτούς, χωρίς περιθώρια δικαιολογίας, χωρίς οίκτο, δίχως να τους δίνουμε ελαφρυντικά, υπερτονίζοντας υπεροπτικά το «Εμείς»: ότι δηλαδή την εποχή μας υπήρξαμε…κρυώσαμε…πεινάσαμε…υποφέραμε…
Και πράγματι, αυτή η εξομολόγηση του παλιού προς τη νέα γενιά, σε γενικές γραμμές έχει τη βάση της, γιατί, καλοπροαίρετα, ίσως, εκφράζει την αγωνία για το μέλλον της κοινωνίας μας, την οποία η παλιά γενιά ,με τα μάτια της βλέπει να συντρίβεται…
Όμως, έτσι έχουν τα πράγματα; Κι αυτό το σκηνικό του κόσμου του παραλόγου το δημιούργησαν οι νέοι; Αυτοί πρωτοπόρησαν στις ιδέες; και στην πράξη ,τελικά αυτοί, δίδαξαν;
Τούτες τις στιγμές, όταν το νέο συγκρούεται με το παλιό, όταν ο ενθουσιασμός παρακάμπτει τη σύνεση, τις ώρες που το σφρίγος του σώματος αντιπαλεύει την ωριμότητα του πνεύματος και την εμπειρία, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο επιστήμονας και καθηγητής που βλάστησε τη μνήμη των Ελλήνων, σπάει τα τείχη, αυτά που εμποδίζουν την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των γενεών, μόνο με τη σμίλη του λόγου.
Κι αυτός ο λόγος, φίλοι μου, είναι η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ του, όχι μόνο στα νιάτα, αλλά και στις μεγαλύτερες γενιές …κι είναι λόγος βγαλμένος από την ψυχή του, γιατί μόνο αυτή ξέρει να μιλάει έτσι.
Κι σ’ αυτό το σημείο, ευλαβικά, καταγράφω τα βασικά σημεία της ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ του Μανόλη Ανδρόνικου, τα οποία περιέχονται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1967 στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ». Γράφει, λοιπόν, γράφει :
«Όταν βλέπω τα μάτια των νέων καρφωμένα επάνω μου, νιώθω πως βυθίζονται στα έγκατα της ψυχής μου για να ανασύρουν από κει ό,τι έχει μαζευτεί χρόνια τώρα. Αγάπη και κακίες, γνώσεις και όνειρα, ελπίδες και φόβοι. Με ερευνούν και με ελέγχουν και προσδοκούν να πάρουν κουράγιο, για τον δικό τους δρόμο. Τι να τους μαρτυρήσω; Είναι στιγμές που είμαι έτοιμος να τους πω πόσο κουραστήκαμε η γενιά μου, ποια γενιά ; Ας πούμε η γενιά του 40.
Πόσο πολύ πιστέψαμε το φως μέσα στο σκοτάδι και πόσο λίγο ήταν το ψωμί που έθρεψε το κορμί μας στην πρώτη του νιότη. Πόσο ζαλισμένοι ξυπνήσαμε την αυγή της Λευτεριάς για να ψηλαφίσουμε το χώμα και τη θάλασσα, να χτίσουμε ένα σπίτι, να βρούμε μια γυναίκα, να πάρουμε αυτό που λέμε το δρόμο της ζωής. Ποιος μπορεί να πει τι κάναμε, τι πήραμε και τι δώσαμε;
Μας βλέπουν τα νεανικά μάτια ερωτηματικά. Θέλουν να τους θυμίσουμε πως ύψωναν τα παιδιά τα χέρια τους στον περίεργο χαιρετισμό του φασισμού…πως έκλαψαν τον Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Ο Σαγγάριος ήταν το πρώτο μας παραμύθι, μαζί ,ε τη φωτιά της Σμύρνης και τους Τσέτες. Δεν είναι γνωστή στα παιδιά μας η λέξη «πρόσφυγας»και του αϊτού ο γιος» δεν τους λέει τίποτα. Κι αν δουν σε κάποιο μουσείο ένα μαύρο δίκοχο δε θα δακρύσουν, αφού δεν έχουν δει τη μορφή εκείνου που το φορούσε.
Τα παιδιά μας δεν είδαν το κίτρινο πεντάλφα των Εβραίων, δεν έχασαν τους φίλους τους στο κρεματόριο. η αγαπημένη τους Ραχήλ δεν έγινε σαπούνι. Όλ’ αυτά δε γίνονται τραγούδι, ούτε θέατρο, ούτε βιβλία. Έχουν γίνει πίκρα μέσα στις καρδιές μας και γεννούν κακούς εφιάλτες τις νύχτες. Στα παιδιά μας μπορούμε να πούμε μονάχα : πεινάσαμε, πονέσαμε, ελπίσαμε. Τώρα ζούμε, τώρα περάσαμε πέρα από την ελπίδα…
Τα μάτια των παιδιών μας ρωτούν. Μπορούμε να ελπίζουμε, μπορούμε να ζήσουμε ;Τι να τους πούμε; Αφού εμείς ζήσαμε και ζούμε, αφού είμαστε ακόμα όρθιοι και κάνουμε όνειρα, θα πεί πως μπορείτε κάτι παραπάνω, πως πρέπει να ζήσετε και να ελπίζετε και να κάνετε όνειρα. Αν δεν είναι καυτός ο ήλιος της χαράς σας, είναι όμως ήλιος, το σκοτάδι το περάσαμε εμείς, εσείς στεκόσαστε γερά στα πόδια σας, τα μάτια σας βλέπουν μπροστά, οι αρμοί σας είναι γεροί για να χορέψετε, να κάνετε έρωτα, να χτίσετε σπίτια, για να σας φέρουν στο φεγγάρι.
Τα μάτια των παιδιών μας κατηγορούν : Για την κακία που βλέπον γύρω τους, για τις αδυναμίες μας , για την απιστία μας, για την υποκρισία μας. Και τα μάτια των παιδιών είναι καθαρά, φωτεινά, έτσι ήταν και τα δικά μας μάτια , έτσι είναι και τώρα όταν μείνουμε μονάχοι στο σκοτάδι και ονειρευόμαστε, έτσι θέλουμε να είναι όλα τα μάτια κι όλες οι καρδιές των ανθρώπων.
Είμαστε λιγότεροι κακοί απ’ όσο μας νομίζουν τα παιδιά μας, είμαστε όμως αδύναμοι. Χρειάστηκαν να ξοδέψουμε τις δυνάμεις μας, όλες μαζί, σε μια μέρα ή σ’ ένα χρόνο, ποιος είχε καιρό να μετράει τότε τις στιγμές. Η Λευτεριά ζητούσε αίμα και πόνο και της τα προσφέραμε αφειδώλευτα, το σκοτάδι ζητούσε φως και το πήραμε από τα δικά μας μάτια, οι άνθρωποι ζητούσαν ψωμί κι ελπίδα και τα σκορπίσαμε όπου βρισκόμασταν. Δουλεύαμε για το μέλλον του ανθρώπου, της πατρίδας, της γης, δε νοιαζόμασταν για το δικό μας μέλλον.
Μπροστά στα εξεταστικά μάτια των παιδιών αισθανόμαστε συχνά ντροπιασμένοι, γιατί και κείνα και μεις πιστέψαμε πως είχαμε ξεπεράσει την ανθρώπινη μοίρα , πως αποκαθαρθήκαμε μέσα στην πυρά της δοκιμασίας από τις μικρότητες και της αδυναμίες της ζωικής μας φύσης. Και μας είναι οδυνηρή η αποκάλυψη πως μείναμε άνθρωποι, με έγνοιες και φροντίδες ασήμαντες, με εγωισμούς και ματαιοδοξίες απροσδόκητες.
Δεν είναι ανάγκη να απολογηθούμε, φτάνει μονάχα η εξομολόγηση. Και φτάνει μονάχα η αγάπη προς τα παιδιά μας, για να τους πείσει πως κάποτε μας αδικούν. Πως δεν τους ωφελεί να παίρνουν μονάχα τη θέση του κατήγορου, έτοιμοι να κεραυνώσουν τους αμαρτωλούς, γιατί μια τέτοια στάση μαρτυρεί πολύν εγωισμό, κάποτε αδικαιολόγητο.
Πιστεύουν πως εκείνοι είναι καλύτεροί μας, αυτό πιστεύουμε κι εμείς. Ξέρουν πως κάναμε λιγότερα απ’ όσα μπορούσαμε , το ξέρουμε και λυπόμαστε γι’ αυτό. Νιώθουν ότι δεν είμαστε όσο θα ήθελαν ειλικρινείς απέναντι τους κι απέναντι στον εαυτό μας, καταλαβαίνουμε το αίσθημά τους αυτό.
Η γενιά μας, ας πούμε η γενιά του 40…δεν είχε προλάβει να κρίνει τους πατέρες της, γιατί πλήρωναν με το αίμα τους πατρικούς λογαριασμούς, δεν είχαν προλάβει να σκεφτούν το μέλλον τους, γιατί είχαν να πολεμήσουν με το τουφέκι στο χέρι γι αυτό, δεν είχαν προλάβει να τραγουδήσουν παρά τραγούδια ηρωικά και πένθιμα, δεν είχα προλάβει να αγαπήσουν τίποτα άλλο από τον άνθρωπο, τη Λευτεριά και το Θάνατο.
Ποιος μπορεί να πει τι κάναμε, τι πήραμε , τι δώσαμε η γενιά μας; Ένα μονάχα μπορούμε να πούμε : Πολύ αγαπήσαμε ,πολύ πονέσαμε και πολλά ελπίσαμε. Κι ελπίζουμε, γιατί μάθαμε να μην απελπιζόμαστε μπροστά σε τίποτα.
Στον Μανόλη Ανδρόνικο, με πολύ σεβασμό ξαναθυμίζω το θαυμάσιο λόγο του, τη μικρή εξομολόγησή του προς τους νέους !
Τρίτη 2 Ιουνίου 2009
Nέοι : Αν δεν είναι καυτός ο ήλιος της χαράς σας, είναι όμως ήλιος. Το σκοτάδι το περάσαμε εμείς (Μανόλης Ανδρόνικος).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου